- αυλίσκος
- ο (AM αὐλίσκος) [αυλός]1. μικρός αυλός2. σωληνάκι, καθετήραςαρχ.1. δικαστική ψήφος2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλίσκος — small reed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίσκοι — αὐλίσκος small reed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλίσκοις — Αὔλισκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίσκοις — αὐλίσκος small reed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλίσκοισι — Αὔλισκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίσκοισι — αὐλίσκος small reed masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίσκον — αὐλίσκος small reed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλίσκου — Αὔλισκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίσκου — αὐλίσκος small reed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλίσκους — Αὔλισκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)